- παρασόφισμα
- παρασόφ-ισμα, ατος, τό,A additional invention, Phryn.PS p.103 B. (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παρασόφισμα — ατος, τὸ, Α [παρασοφίζομαι] πρόσθετη επινόηση, εφεύρεση, σοφία τής οποίας γίνεται κακή χρήση … Dictionary of Greek
παρασοφίσματα — παρασόφισμα additional invention neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)